χλιός

χλιός
ά , ο см. χλιαρός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χλιός" в других словарях:

  • χλιός — ά, ό, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαίνω, με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό, κατά το σχήμα ζεσταίνω: ζεστός] …   Dictionary of Greek

  • σύχλιος — α, ο, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλιός «χλιαρός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»